- περιπετειῶν
- περιπέτειαturning right aboutfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Μέλβιλ, Χέρμαν — (Herman Melville, Νέα Υόρκη 1819 – 1891). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια εμπόρων αγγλικής καταγωγής, όμως ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του τον εμπόδισε να τελειώσει τις σπουδές του και τον ανάγκασε να εργαστεί από πολύ… … Dictionary of Greek
Μινχάουζεν, Καρλ Χιερόνιμους βαρόνος του- — (Karl Hieronymus Baron von Mόnchhausen, 1720 – 1797). Γερμανός αξιωματικός, που έγινε διάσημος για τις τερατολογίες του. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του ιππικού στον ρωσικό στρατό και πολέμησε εναντίον των Τούρκων. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του το … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
πικαρεσκικό μυθιστόρημα — Είδος περιπετειώδους αφηγήματος, που άνθησε στην Ισπανία τον 16o και τον 17o αι. και, αργότερα, και έξω από την Ισπανία. Πρωταγωνιστής των αφηγημάτων αυτών είναι ο πίκαρο (picaro), λέξη ετυμολογικά αμφισβητούμενη, που χαρακτηρίζει έναν τύπο… … Dictionary of Greek
Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
δράση — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για τα μεγέθη που ορίζουν ορισμένες ιδιότητες των κλασικών και κβαντικών μηχανικών συστημάτων. Οι φυσικές διαστάσεις των ιδιοτήτων αυτών προκύπτουν από το γινόμενο ενέργειας επί χρόνο. Στην αναλυτική… … Dictionary of Greek